- αλεπίνη
- Πολυτελές μαλλομέταξο ύφασμα, κυρίως σε μαύρο χρώμα, προϊόν της υφαντουργικής βιοτεχνίας της συριακής πόλης Χαλέπι, στην οποία οφείλει και το όνομά του. Η ανάπτυξη της υφαντουργικής βιομηχανίας στην Ευρώπη εκτόπισε σιγά σιγά την α., τόσο από τη διεθνή όσο και από την τοπική αγορά.
Dictionary of Greek. 2013.